καλπάζοντας

καλπάζοντας
καλπάζω
trot
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλπάζω — κάλπασα 1. τρέχω με καλπασμό: Μεριάσαμε, γιατί τα άλογα πέρασαν καλπάζοντας. 2. προχωρώ, αναπτύσσομαι γρήγορα: Πρόκειται για καλπάζουσα φθίση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πισωκάπουλα — επίρρ. τοπ., στα καπούλια του ζώου: Ο καβαλάρης άρπαξε το παιδί, το κάθισε πισωκάπουλα κι έφυγε καλπάζοντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπιρουνίζω — και σπιρουνιάζω σπιρούνισα, κεντώ με τα σπιρούνια: Σπιρούνισε το άλογο και έφυγε καλπάζοντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”